συμπαρασύρω

συμπαρασύρω
(αόρ. συμπαρέσυρα) μετ.
1) увлекать, вовлекать, втягивать; 2) увлекать, уносить с собой вместе с другими

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συμπαρασύρω" в других словарях:

  • συμπαρασύρω — συμπαρασύρω, συμπαρέσυρα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπαρασύρω — ΝΜΑ [παρασύρω] παρασύρω κάποιον ή κάτι μαζί μου …   Dictionary of Greek

  • συμπαρασύρω — συμπαρέσυρα, συμπαρασύρθηκα, παρασέρνω μαζί μου: Με συμπαρέσυρε στην καταστροφή. – Το νερό συμπαρέσυρε ανθρώπους και ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • παρασέρνω — και παρασύρω 1. τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω μαζί μου με βίαιο τρόπο, συμπαρασύρω 2. εκτρέπω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του 3. μτφ. αποπλανώ, ξεμυαλίζω …   Dictionary of Greek

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

  • περισύρω — ΝΜΑ σύρω κάτι ολόγυρα, τραβώ εδώ κι εκεί νεοελλ. συμπαρασύρω, παρασέρνω μσν. μτφ. διασύρω, χλευάζω, περιγελώ αρχ. 1. αφαιρώ κάτι τραβώντας το ολόγυρα, αποσπώ τελείως 2. αρπάζω με τη βία, αποσπώ 3. μέσ. περισύρομαι αποκομίζω 4. μτφ. αφανίζω,… …   Dictionary of Greek

  • συγκατασπώ — άω, Α 1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.) 2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.) 3. παθ. συγκατασπῶμαι, άομαι πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • συμμετάγω — Μ 1. συμπαρασύρω («τὸν ἀκροατὴν ἑαυτῶ συμμετάγειν», Ευστ.) 2. μεταφέρω μαζί μου κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετάγω «μεταφέρω, μεταβιβάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαραφέρω — Α 1. παρασύρω συγχρόνως, συμπαρασύρω 2. (για αιμοφόρα αγγεία) ακολουθώ την ίδια κατεύθυνση 3. φέρνω συγχρόνως 4. (κατ επέκτ.) παρουσιάζω ως παράδειγμα, εξηγώ 5. μέσ. συμπαραφέρομαι ορμώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραφέρω «παραθέτω,… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»